- μπουτίκ
- boutique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπουτίκ — η μικρό κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων, ιδίως γυναικείων, και ειδών πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. boutique < αρχ. προβηγκ. boteka < αποθήκη] … Dictionary of Greek